ἀειθερής

ἀειθερής
ἀει-θερής, ές, ([etym.] θέρω)
A always warming, Eratosth.16.8.
II where it is always summer,

Μερόη Nonn.D.17.396

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αειθερής — ἀειθερής, ές (Α) για τόπους, στους οποίους επικρατεί πάντοτε καλοκαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θέρος] …   Dictionary of Greek

  • ἀειθερέες — ἀειθερής always warming masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειθερέος — ἀειθερής always warming masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”